Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βαλίος
βάλιος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλαχράδαι
βαλλήν
βαλλητύς
βαλλίζω
βάλλις
βαλλισμός
βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
View word page
βάλλις
plant

ShortDef

plant

Debugging

Headword:
βάλλις
Headword (normalized):
βάλλις
Headword (normalized/stripped):
βαλλις
IDX:
16699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16700
Key:

Data

{'content': 'plant'}