Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλβίς
Βάλβος
βάλε
βάλερος
βαλιδικός
Βαλίος
βάλιος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλαχράδαι
βαλλήν
βαλλητύς
βαλλίζω
βάλλις
βαλλισμός
βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλσαμίνη
View word page
βαλλαντιοτόμος
a cut-purse

ShortDef

a cut-purse

Debugging

Headword:
βαλλαντιοτόμος
Headword (normalized):
βαλλαντιοτόμος
Headword (normalized/stripped):
βαλλαντιοτομος
IDX:
16694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16695
Key:

Data

{'content': 'a cut-purse'}