Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βαλβῖνος
βαλβίς
Βάλβος
βάλε
βάλερος
βαλιδικός
Βαλίος
βάλιος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλαχράδαι
βαλλήν
βαλλητύς
βαλλίζω
βάλλις
βαλλισμός
βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
View word page
βαλλαντιοτομέω
to cut purses

ShortDef

to cut purses

Debugging

Headword:
βαλλαντιοτομέω
Headword (normalized):
βαλλαντιοτομέω
Headword (normalized/stripped):
βαλλαντιοτομεω
IDX:
16693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16694
Key:

Data

{'content': 'to cut purses'}