Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλβιδώδης
Βαλβῖνος
βαλβίς
Βάλβος
βάλε
βάλερος
βαλιδικός
Βαλίος
βάλιος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλαχράδαι
βαλλήν
βαλλητύς
βαλλίζω
βάλλις
βαλλισμός
βαλλίστρα
βάλλω
View word page
βαλλάντιον
a bag, pouch, purse

ShortDef

a bag, pouch, purse

Debugging

Headword:
βαλλάντιον
Headword (normalized):
βαλλάντιον
Headword (normalized/stripped):
βαλλαντιον
IDX:
16692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16693
Key:

Data

{'content': 'a bag, pouch, purse'}