Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
Βαλβῖνος
βαλβίς
Βάλβος
βάλε
βάλερος
βαλιδικός
Βαλίος
βάλιος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλαχράδαι
βαλλήν
βαλλητύς
βαλλίζω
βάλλις
βαλλισμός
βαλλίστρα
View word page
βαλιός
spotted, dappled
ShortDef
spotted, dappled
Debugging
Headword:
βαλιός
Headword (normalized):
βαλιός
Headword (normalized/stripped):
βαλιος
IDX:
16691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16692
Key:
Data
{'content': 'spotted, dappled'}