Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαλανωτός
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
Βαλβῖνος
βαλβίς
Βάλβος
βάλε
βάλερος
βαλιδικός
Βαλίος
βάλιος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλαχράδαι
βαλλήν
βαλλητύς
βαλλίζω
View word page
βαλιδικός
nut
ShortDef
nut
Debugging
Headword:
βαλιδικός
Headword (normalized):
βαλιδικός
Headword (normalized/stripped):
βαλιδικος
IDX:
16688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16689
Key:
Data
{'content': 'nut'}