Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλανόω
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνωσις
βαλανωτός
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
Βαλβῖνος
βαλβίς
Βάλβος
βάλε
βάλερος
βαλιδικός
Βαλίος
βάλιος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
View word page
βαλβίς
the rope drawn across the race-course

ShortDef

the rope drawn across the race-course

Debugging

Headword:
βαλβίς
Headword (normalized):
βαλβίς
Headword (normalized/stripped):
βαλβις
IDX:
16684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16685
Key:

Data

{'content': 'the rope drawn across the race-course'}