Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανόω
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνωσις
βαλανωτός
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
Βαλβῖνος
βαλβίς
Βάλβος
βάλε
βάλερος
βαλιδικός
Βαλίος
βάλιος
βαλιός
βαλλάντιον
View word page
βαλβιδώδης
with cavities
ShortDef
with cavities
Debugging
Headword:
βαλβιδώδης
Headword (normalized):
βαλβιδώδης
Headword (normalized/stripped):
βαλβιδωδης
IDX:
16682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16683
Key:
Data
{'content': 'with cavities'}