Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανόω
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνωσις
βαλανωτός
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
Βαλβῖνος
βαλβίς
Βάλβος
βάλε
βάλερος
βαλιδικός
Βαλίος
βάλιος
βαλιός
View word page
βαλβιδοῦχος
judge
ShortDef
judge
Debugging
Headword:
βαλβιδοῦχος
Headword (normalized):
βαλβιδοῦχος
Headword (normalized/stripped):
βαλβιδουχος
IDX:
16681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16682
Key:
Data
{'content': 'judge'}