Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανόω
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνωσις
βαλανωτός
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
Βαλβῖνος
βαλβίς
Βάλβος
βάλε
βάλερος
βαλιδικός
View word page
βαλανωτός
fastened with a βάλανος (ΙΙ.4)

ShortDef

fastened with a βάλανος (ΙΙ.4)

Debugging

Headword:
βαλανωτός
Headword (normalized):
βαλανωτός
Headword (normalized/stripped):
βαλανωτος
IDX:
16678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16679
Key:

Data

{'content': 'fastened with a βάλανος (ΙΙ.4)'}