Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανόω
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνωσις
βαλανωτός
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
Βαλβῖνος
βαλβίς
Βάλβος
βάλε
View word page
βαλανώδης
acorn-like
ShortDef
acorn-like
Debugging
Headword:
βαλανώδης
Headword (normalized):
βαλανώδης
Headword (normalized/stripped):
βαλανωδης
IDX:
16676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16677
Key:
Data
{'content': 'acorn-like'}