Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανόω
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνωσις
βαλανωτός
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
Βαλβῖνος
βαλβίς
Βάλβος
View word page
βαλαντιοκλέπτης
cutpurse

ShortDef

cutpurse

Debugging

Headword:
βαλαντιοκλέπτης
Headword (normalized):
βαλαντιοκλέπτης
Headword (normalized/stripped):
βαλαντιοκλεπτης
IDX:
16675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16676
Key:

Data

{'content': 'cutpurse'}