Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλανισμός
βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανόω
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνωσις
βαλανωτός
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
Βαλβῖνος
βαλβίς
View word page
βαλανόω
to fasten with a bolt-pin

ShortDef

to fasten with a bolt-pin

Debugging

Headword:
βαλανόω
Headword (normalized):
βαλανόω
Headword (normalized/stripped):
βαλανοω
IDX:
16674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16675
Key:

Data

{'content': 'to fasten with a bolt-pin'}