Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαλάνιον
βαλανίς
βαλανισμός
βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανόω
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνωσις
βαλανωτός
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
View word page
βαλανοκάστανον
chestnut
ShortDef
chestnut
Debugging
Headword:
βαλανοκάστανον
Headword (normalized):
βαλανοκάστανον
Headword (normalized/stripped):
βαλανοκαστανον
IDX:
16672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16673
Key:
Data
{'content': 'chestnut'}