Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαλανίζω
βαλανικός
βαλάνινος
βαλάνιον
βαλανίς
βαλανισμός
βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανόω
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνωσις
βαλανωτός
βαλαύστιον
View word page
βαλανῖτις
sweet chestnut
ShortDef
sweet chestnut
Debugging
Headword:
βαλανῖτις
Headword (normalized):
βαλανῖτις
Headword (normalized/stripped):
βαλανιτις
IDX:
16669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16670
Key:
Data
{'content': 'sweet chestnut'}