Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλανηφόρος
βαλανίδιον
βαλανίζω
βαλανικός
βαλάνινος
βαλάνιον
βαλανίς
βαλανισμός
βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανόω
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνωσις
View word page
βαλανιστής
one who collects acorns

ShortDef

one who collects acorns

Debugging

Headword:
βαλανιστής
Headword (normalized):
βαλανιστής
Headword (normalized/stripped):
βαλανιστης
IDX:
16667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16668
Key:

Data

{'content': 'one who collects acorns'}