Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαλανηφαγία
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίδιον
βαλανίζω
βαλανικός
βαλάνινος
βαλάνιον
βαλανίς
βαλανισμός
βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανόω
βαλαντιοκλέπτης
View word page
βαλάνισσα
a bathing-woman
ShortDef
a bathing-woman
Debugging
Headword:
βαλάνισσα
Headword (normalized):
βαλάνισσα
Headword (normalized/stripped):
βαλανισσα
IDX:
16665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16666
Key:
Data
{'content': 'a bathing-woman'}