Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλανηφαγέω
βαλανηφαγία
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίδιον
βαλανίζω
βαλανικός
βαλάνινος
βαλάνιον
βαλανίς
βαλανισμός
βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανόω
View word page
βαλανισμός
administration of a suppository

ShortDef

administration of a suppository

Debugging

Headword:
βαλανισμός
Headword (normalized):
βαλανισμός
Headword (normalized/stripped):
βαλανισμος
IDX:
16664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16665
Key:

Data

{'content': 'administration of a suppository'}