Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλανηρός
βαλανηφαγέω
βαλανηφαγία
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίδιον
βαλανίζω
βαλανικός
βαλάνινος
βαλάνιον
βαλανίς
βαλανισμός
βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
View word page
βαλανίς
pessary

ShortDef

pessary

Debugging

Headword:
βαλανίς
Headword (normalized):
βαλανίς
Headword (normalized/stripped):
βαλανις
IDX:
16663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16664
Key:

Data

{'content': 'pessary'}