Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλανευτικός
βαλανεύω
βαλανηρός
βαλανηφαγέω
βαλανηφαγία
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίδιον
βαλανίζω
βαλανικός
βαλάνινος
βαλάνιον
βαλανίς
βαλανισμός
βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
View word page
βαλάνινος
made of βάλανος

ShortDef

made of βάλανος

Debugging

Headword:
βαλάνινος
Headword (normalized):
βαλάνινος
Headword (normalized/stripped):
βαλανινος
IDX:
16661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16662
Key:

Data

{'content': 'made of βάλανος'}