Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλανεῖον
βαλανεύς
βαλανευτικός
βαλανεύω
βαλανηρός
βαλανηφαγέω
βαλανηφαγία
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίδιον
βαλανίζω
βαλανικός
βαλάνινος
βαλάνιον
βαλανίς
βαλανισμός
βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
View word page
βαλανίζω
to shake acorns from

ShortDef

to shake acorns from

Debugging

Headword:
βαλανίζω
Headword (normalized):
βαλανίζω
Headword (normalized/stripped):
βαλανιζω
IDX:
16659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16660
Key:

Data

{'content': 'to shake acorns from'}