Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλανειόμφαλος
βαλανεῖον
βαλανεύς
βαλανευτικός
βαλανεύω
βαλανηρός
βαλανηφαγέω
βαλανηφαγία
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίδιον
βαλανίζω
βαλανικός
βαλάνινος
βαλάνιον
βαλανίς
βαλανισμός
βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
View word page
βαλανίδιον
small bathing-establishment

ShortDef

small bathing-establishment

Debugging

Headword:
βαλανίδιον
Headword (normalized):
βαλανίδιον
Headword (normalized/stripped):
βαλανιδιον
IDX:
16658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16659
Key:

Data

{'content': 'small bathing-establishment'}