Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάλαγρος
βαλανάγρα
βαλανάριον
βαλανειόμφαλος
βαλανεῖον
βαλανεύς
βαλανευτικός
βαλανεύω
βαλανηρός
βαλανηφαγέω
βαλανηφαγία
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίδιον
βαλανίζω
βαλανικός
βαλάνινος
βαλάνιον
βαλανίς
βαλανισμός
βαλάνισσα
View word page
βαλανηφαγία
a living on acorns

ShortDef

a living on acorns

Debugging

Headword:
βαλανηφαγία
Headword (normalized):
βαλανηφαγία
Headword (normalized/stripped):
βαλανηφαγια
IDX:
16655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16656
Key:

Data

{'content': 'a living on acorns'}