Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βάκχος
βάκχυλος
Βακχώδης
βάλαγρος
βαλανάγρα
βαλανάριον
βαλανειόμφαλος
βαλανεῖον
βαλανεύς
βαλανευτικός
βαλανεύω
βαλανηρός
βαλανηφαγέω
βαλανηφαγία
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίδιον
βαλανίζω
βαλανικός
βαλάνινος
βαλάνιον
View word page
βαλανεύω
to wait upon

ShortDef

to wait upon

Debugging

Headword:
βαλανεύω
Headword (normalized):
βαλανεύω
Headword (normalized/stripped):
βαλανευω
IDX:
16652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16653
Key:

Data

{'content': 'to wait upon'}