Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βακχιόω
Βακχισταί
Βάκχος
βάκχυλος
Βακχώδης
βάλαγρος
βαλανάγρα
βαλανάριον
βαλανειόμφαλος
βαλανεῖον
βαλανεύς
βαλανευτικός
βαλανεύω
βαλανηρός
βαλανηφαγέω
βαλανηφαγία
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίδιον
βαλανίζω
βαλανικός
View word page
βαλανεύς
a bath-man

ShortDef

a bath-man

Debugging

Headword:
βαλανεύς
Headword (normalized):
βαλανεύς
Headword (normalized/stripped):
βαλανευς
IDX:
16650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16651
Key:

Data

{'content': 'a bath-man'}