Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀθεμιτογαμία
ἀθεμιτοποιός
ἀθεμιτουργία
ἀθεμιτοφαγέω
ἄθεος
ἄθεος2
ἀθεότης
ἀθεραπεία
ἀθεραπευσία
ἀθεράπευτος
ἀθερηΐς
ἀθερής
ἀθερίζω
ἀθερίνη
ἀθέριστος
ἀθέρμαντος
ἄθερμος
ἀθερολόγιον
ἀθερώδης
ἀθεσία
ἀθεσμία
View word page
ἀθερηΐς
prickly

ShortDef

prickly

Debugging

Headword:
ἀθερηΐς
Headword (normalized):
ἀθερηΐς
Headword (normalized/stripped):
αθερηις
IDX:
1664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1665
Key:

Data

{'content': 'prickly'}