Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀθέμιστος
ἀθεμιτογαμία
ἀθεμιτοποιός
ἀθεμιτουργία
ἀθεμιτοφαγέω
ἄθεος
ἄθεος2
ἀθεότης
ἀθεραπεία
ἀθεραπευσία
ἀθεράπευτος
ἀθερηΐς
ἀθερής
ἀθερίζω
ἀθερίνη
ἀθέριστος
ἀθέρμαντος
ἄθερμος
ἀθερολόγιον
ἀθερώδης
ἀθεσία
View word page
ἀθεράπευτος
uncared for
ShortDef
uncared for
Debugging
Headword:
ἀθεράπευτος
Headword (normalized):
ἀθεράπευτος
Headword (normalized/stripped):
αθεραπευτος
IDX:
1663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1664
Key:
Data
{'content': 'uncared for'}