Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βακχεία
Βακχεῖον
Βάκχειος
Βάκχευμα
Βακχεύσιμος
Βάκχευσις
Βακχευτής
Βακχευτικός
Βακχεύω
Βακχέχορος
Βάκχη
Βακχιάδας
Βακχιάζω
Βακχιαστής
Βακχικός
βακχιόω
Βακχισταί
Βάκχος
βάκχυλος
Βακχώδης
βάλαγρος
View word page
Βάκχη
a Bacchante
ShortDef
a Bacchante
Debugging
Headword:
Βάκχη
Headword (normalized):
βάκχη
Headword (normalized/stripped):
βακχη
IDX:
16635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16636
Key:
Data
{'content': 'a Bacchante'}