Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάκχαρι
βάκχαρις
Βακχάω
Βακχέβακχον
Βακχεία
Βακχεῖον
Βάκχειος
Βάκχευμα
Βακχεύσιμος
Βάκχευσις
Βακχευτής
Βακχευτικός
Βακχεύω
Βακχέχορος
Βάκχη
Βακχιάδας
Βακχιάζω
Βακχιαστής
Βακχικός
βακχιόω
Βακχισταί
View word page
Βακχευτής
Bacchic, in a Bacchic frenzy

ShortDef

Bacchic, in a Bacchic frenzy

Debugging

Headword:
Βακχευτής
Headword (normalized):
βακχευτής
Headword (normalized/stripped):
βακχευτης
IDX:
16631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16632
Key:

Data

{'content': 'Bacchic, in a Bacchic frenzy'}