Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βακτροπροσαίτης
βακτροφόρας
βάκχαρι
βάκχαρις
Βακχάω
Βακχέβακχον
Βακχεία
Βακχεῖον
Βάκχειος
Βάκχευμα
Βακχεύσιμος
Βάκχευσις
Βακχευτής
Βακχευτικός
Βακχεύω
Βακχέχορος
Βάκχη
Βακχιάδας
Βακχιάζω
Βακχιαστής
Βακχικός
View word page
Βακχεύσιμος
Bacchanalian, frenzied

ShortDef

Bacchanalian, frenzied

Debugging

Headword:
Βακχεύσιμος
Headword (normalized):
βακχεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
βακχευσιμος
IDX:
16629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16630
Key:

Data

{'content': 'Bacchanalian, frenzied'}