Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βάκτρα
βάκτρευμα
βακτρεύω
Βακτριανός
Βάκτριος
βάκτρον
βακτροπροσαίτης
βακτροφόρας
βάκχαρι
βάκχαρις
Βακχάω
Βακχέβακχον
Βακχεία
Βακχεῖον
Βάκχειος
Βάκχευμα
Βακχεύσιμος
Βάκχευσις
Βακχευτής
Βακχευτικός
Βακχεύω
View word page
Βακχάω
to be in Bacchic frenzy

ShortDef

to be in Bacchic frenzy

Debugging

Headword:
Βακχάω
Headword (normalized):
βακχάω
Headword (normalized/stripped):
βακχαω
IDX:
16623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16624
Key:

Data

{'content': 'to be in Bacchic frenzy'}