Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
βακτηρία
βακτήριον
Βάκτρα
βάκτρευμα
βακτρεύω
Βακτριανός
Βάκτριος
βάκτρον
βακτροπροσαίτης
βακτροφόρας
βάκχαρι
βάκχαρις
Βακχάω
Βακχέβακχον
Βακχεία
Βακχεῖον
Βάκχειος
Βάκχευμα
View word page
βάκτρον
stick, cudgel

ShortDef

stick, cudgel

Debugging

Headword:
βάκτρον
Headword (normalized):
βάκτρον
Headword (normalized/stripped):
βακτρον
IDX:
16618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16619
Key:

Data

{'content': 'stick, cudgel'}