Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάκανον
βακέλας
βάκηλος
βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
βακτηρία
βακτήριον
Βάκτρα
βάκτρευμα
βακτρεύω
Βακτριανός
Βάκτριος
βάκτρον
βακτροπροσαίτης
βακτροφόρας
βάκχαρι
βάκχαρις
Βακχάω
Βακχέβακχον
Βακχεία
View word page
βακτρεύω
to lean on a staff

ShortDef

to lean on a staff

Debugging

Headword:
βακτρεύω
Headword (normalized):
βακτρεύω
Headword (normalized/stripped):
βακτρευω
IDX:
16615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16616
Key:

Data

{'content': 'to lean on a staff'}