Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαιών
βάκανον
βακέλας
βάκηλος
βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
βακτηρία
βακτήριον
Βάκτρα
βάκτρευμα
βακτρεύω
Βακτριανός
Βάκτριος
βάκτρον
βακτροπροσαίτης
βακτροφόρας
βάκχαρι
βάκχαρις
Βακχάω
Βακχέβακχον
View word page
βάκτρευμα
a staff

ShortDef

a staff

Debugging

Headword:
βάκτρευμα
Headword (normalized):
βάκτρευμα
Headword (normalized/stripped):
βακτρευμα
IDX:
16614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16615
Key:

Data

{'content': 'a staff'}