Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
βάκανον
βακέλας
βάκηλος
βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
βακτηρία
βακτήριον
Βάκτρα
βάκτρευμα
βακτρεύω
Βακτριανός
Βάκτριος
βάκτρον
βακτροπροσαίτης
βακτροφόρας
βάκχαρι
βάκχαρις
View word page
βακτήριον
staff, cane
ShortDef
staff, cane
Debugging
Headword:
βακτήριον
Headword (normalized):
βακτήριον
Headword (normalized/stripped):
βακτηριον
IDX:
16612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16613
Key:
Data
{'content': 'staff, cane'}