Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
βάκανον
βακέλας
βάκηλος
βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
βακτηρία
βακτήριον
Βάκτρα
βάκτρευμα
βακτρεύω
Βακτριανός
Βάκτριος
βάκτρον
βακτροπροσαίτης
βακτροφόρας
βάκχαρι
View word page
βακτηρία
a staff, cane

ShortDef

a staff, cane

Debugging

Headword:
βακτηρία
Headword (normalized):
βακτηρία
Headword (normalized/stripped):
βακτηρια
IDX:
16611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16612
Key:

Data

{'content': 'a staff, cane'}