Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαίτη
βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
βάκανον
βακέλας
βάκηλος
βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
βακτηρία
βακτήριον
Βάκτρα
βάκτρευμα
βακτρεύω
Βακτριανός
Βάκτριος
βάκτρον
βακτροπροσαίτης
βακτροφόρας
View word page
βάκκαρις
unguent

ShortDef

unguent

Debugging

Headword:
βάκκαρις
Headword (normalized):
βάκκαρις
Headword (normalized/stripped):
βακκαρις
IDX:
16610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16611
Key:

Data

{'content': 'unguent'}