Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
βάκανον
βακέλας
βάκηλος
βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
βακτηρία
βακτήριον
Βάκτρα
βάκτρευμα
βακτρεύω
View word page
βάκανον
cabbage

ShortDef

cabbage

Debugging

Headword:
βάκανον
Headword (normalized):
βάκανον
Headword (normalized/stripped):
βακανον
IDX:
16605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16606
Key:

Data

{'content': 'cabbage'}