Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
βάκανον
βακέλας
βάκηλος
βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
βακτηρία
βακτήριον
Βάκτρα
View word page
βαῖτυξ
leech
ShortDef
leech
Debugging
Headword:
βαῖτυξ
Headword (normalized):
βαῖτυξ
Headword (normalized/stripped):
βαιτυξ
IDX:
16603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16604
Key:
Data
{'content': 'leech'}