Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
βάκανον
βακέλας
βάκηλος
βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
βακτηρία
βακτήριον
View word page
βαίτυλος
meteoric stone
ShortDef
meteoric stone
Debugging
Headword:
βαίτυλος
Headword (normalized):
βαίτυλος
Headword (normalized/stripped):
βαιτυλος
IDX:
16602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16603
Key:
Data
{'content': 'meteoric stone'}