Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαΐα
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
βάκανον
βακέλας
βάκηλος
βακίζω
Βάκις
βάκκαρις
βακτηρία
View word page
βαιτοφόρος
wearing a coat of skin

ShortDef

wearing a coat of skin

Debugging

Headword:
βαιτοφόρος
Headword (normalized):
βαιτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
βαιτοφορος
IDX:
16601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16602
Key:

Data

{'content': 'wearing a coat of skin'}