Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύχθων
βαθύχροος
βαΐα
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
βάκανον
βακέλας
βάκηλος
βακίζω
Βάκις
View word page
βάϊς
palm-leaf

ShortDef

palm-leaf

Debugging

Headword:
βάϊς
Headword (normalized):
βάϊς
Headword (normalized/stripped):
βαις
IDX:
16599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16600
Key:

Data

{'content': 'palm-leaf'}