Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαθύχροος
βαΐα
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
βάκανον
βακέλας
βάκηλος
βακίζω
View word page
βαιόχρονος
brief
ShortDef
brief
Debugging
Headword:
βαιόχρονος
Headword (normalized):
βαιόχρονος
Headword (normalized/stripped):
βαιοχρονος
IDX:
16598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16599
Key:
Data
{'content': 'brief'}