Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυχάϊος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαθύχροος
βαΐα
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
βάκανον
βακέλας
βάκηλος
View word page
βαϊοφορέω
bear a palm-leaf

ShortDef

bear a palm-leaf

Debugging

Headword:
βαϊοφορέω
Headword (normalized):
βαϊοφορέω
Headword (normalized/stripped):
βαιοφορεω
IDX:
16597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16598
Key:

Data

{'content': 'bear a palm-leaf'}