Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύφωνος
βαθυχάϊος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαθύχροος
βαΐα
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
βάκανον
βακέλας
View word page
βαιός
little, small, scanty

ShortDef

little, small, scanty

Debugging

Headword:
βαιός
Headword (normalized):
βαιός
Headword (normalized/stripped):
βαιος
IDX:
16596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16597
Key:

Data

{'content': 'little, small, scanty'}