Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύφυλλος
βαθύφωνος
βαθυχάϊος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαθύχροος
βαΐα
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
βάκανον
View word page
βάϊον
palm-leaf; measuring-rod

ShortDef

palm-leaf; measuring-rod

Debugging

Headword:
βάϊον
Headword (normalized):
βάϊον
Headword (normalized/stripped):
βαιον
IDX:
16595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16596
Key:

Data

{'content': 'palm-leaf; measuring-rod'}