Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθύφωνος
βαθυχάϊος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαθύχροος
βαΐα
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιών
View word page
βαίνω
to walk, step
ShortDef
to walk, step
Debugging
Headword:
βαίνω
Headword (normalized):
βαίνω
Headword (normalized/stripped):
βαινω
IDX:
16594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16595
Key:
Data
{'content': 'to walk, step'}