Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυφροσύνη
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθύφωνος
βαθυχάϊος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαθύχροος
βαΐα
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
βαιτοφόρος
βαίτυλος
βαῖτυξ
View word page
βαϊνός
of palm-leaves

ShortDef

of palm-leaves

Debugging

Headword:
βαϊνός
Headword (normalized):
βαϊνός
Headword (normalized/stripped):
βαινος
IDX:
16593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16594
Key:

Data

{'content': 'of palm-leaves'}