Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύϋδρος
βαθύϋπνος
βαθυφροσύνη
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθύφωνος
βαθυχάϊος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαθύχροος
βαΐα
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
βαιτοφόρος
View word page
βαΐα
nurse

ShortDef

nurse

Debugging

Headword:
βαΐα
Headword (normalized):
βαΐα
Headword (normalized/stripped):
βαια
IDX:
16591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16592
Key:

Data

{'content': 'nurse'}