Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθυτομέω
βαθύϋδρος
βαθύϋπνος
βαθυφροσύνη
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθύφωνος
βαθυχάϊος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαθύχροος
βαΐα
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
βαίτη
View word page
βαθύχροος
deep-coloured
ShortDef
deep-coloured
Debugging
Headword:
βαθύχροος
Headword (normalized):
βαθύχροος
Headword (normalized/stripped):
βαθυχροος
IDX:
16590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16591
Key:
Data
{'content': 'deep-coloured'}